Βιρμανία

Βιρμανία
(Burma). Παλαιότερη ονομασία του κράτους της νοτιοανατολικής Ασίας, Μυανμάρ (βλ. λ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • Μανιπούρ — Κρατίδιο της Ινδίας (έκταση 22.327 τ. χλμ., 2.388.634 το 2001), στα ΒΑ. Συνορεύει με το κρατίδιο της Ναγκαλάνδης στα Β, με τη Μυανμάρ (πρώην Βιρμανία) στα Α, με το κρατίδιο Μιζοράμ στα Ν και με το κρατίδιο Ασάμ στα Δ. Πρωτεύουσα είναι η Ιμπάλ… …   Dictionary of Greek

  • Παντάουνγκ — Ασιατική φυλή, που ζει κυρίως στη Βιρμανία. Οι γυναίκες της φυλής αυτής συνηθίζουν να περιβάλλουν το λαιμό τους με ένα είδος «βραχιολιών», βασικός σκοπός των οποιων είναι να αυξήσουν το μήκος του λαιμού. Με την πάροδο του χρόνου και την άνοδο της …   Dictionary of Greek

  • Πεγκού — Πόλη της Βιρμανίας, στις όχθες του ομώνυμου ποταμού. Είναι κέντρο αγροτικής περιοχής με ρυζόμυλους, εργοστάσια ξυλουργικής και βιοτεχνίες παραγωγής μπρούντζινων και πήλινων αγαλμάτων. Η Π. είναι τόπος προσκυνήματος των βουδιστών. Η πόλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Τάι — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται όλοι οι πληθυσμοί που μιλούν μια σειρά από σινοθιβετανικές γλώσσες (γλώσσες τάι), οι οποίοι ήταν άλλοτε διαδεδομένοι στη νοτιοανατολική Ασία και σήμερα είναι εγκατεστημένοι κατά το μεγαλύτερο μέρος από το Τονκίνο …   Dictionary of Greek

  • Τσιν — οι, Ν άκλ. εθνολ. ομάδα ορεινών φυλών μογγολικής προέλευσης που κατοικεί στο νοτιότερο τμήμα τών οροσειρών οι οποίες χωρίζουν τη Βιρμανία από την Ινδία …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”